- καλεῖς
- καλέωcallfut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)καλέωcallpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'κάλεις — ἐκάλεις , καλέω call imperf ind act 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως … Dictionary of Greek
Hylas — HYLAS, æ, Gr. Ὕλας, ου, des Thiodamas, oder, nach andern, des Philodamas und der Cyece, nach den dritten, des Euphemus, und, nach den vierten, selbst des Herkules Sohn. Schol. Theocr ad Idyll. XIII. v. 7. Er kam mit dem Anchistens oder Akastus… … Gründliches mythologisches Lexikon
επάρκεσις — ἐπάρκεσις, η (Α) [επαρκώ] βοήθεια, επικουρία («τίν ἡμᾱς εἰς ἐπάρκεσιν καλεῑς;», Σοφ.) … Dictionary of Greek
μυριστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυριστικός, ή, όν, Μ ουδ. και μεριστικόν) [μυρίζω] 1. αυτός που αναδίδει μύρο, άρωμα, αρωματικός, ευωδιαστός, μυρωδάτος («καλείς εις το μυριστικό πανηγύρι», Σολωμ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυριστικά αρωματώδη φυτικά προϊόντα,… … Dictionary of Greek
ποθώ — έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α 1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα (α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῑς», Αριστοφ.) 2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῑν αὐτόν», λουκ.) 3. επιθυμώ,… … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek